- ξυλογλύφος
- ξυλο-γλύφος, Holz schnitzend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ξυλογλύφος — ξυλογλύφος, ον (Α) αυτός που σκαλίζει ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
ξυλογλύφος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλογλυφία — η ξυλογλυπτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλογλύφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Χρ. Τσούντα] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek